- ἐχινίσκος
- ἐχῑνίσκος, ὁ, Dim. of ἐχῖνος,A hollow of the ear, Poll.2.86.II Dim. of
ἐχῖνος 11
, Id.10.95.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐχῖνος 11
, Id.10.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχινίσκος — ἐχινίσκος, ὁ (Α) [εχίνος] 1. μέρος τού αφτιού («ἡ περὶ τῇ κυψέλῃ κοιλότης», Πολυδ.) 2. μαγειρικό σκεύος … Dictionary of Greek
ἐχινίσκος — hollow of the ear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχινίσκους — ἐχινίσκος hollow of the ear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)